- θάργηλος
- θάργηλος ἄρτος, ὁ,= θαλύσιος, Crates Gr. ap. Ath.3.114a, dub. in IG 12.840; θάργηλος χύτρα prob. for θανατηγὸς χ. in Timocl.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάργηλος — θάργηλος, ό (Α) θαλύσιος* … Dictionary of Greek
θάργηλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαργήλων — θάργηλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάργηλον — θάργηλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)